εκπίεση

εκπίεση
η (AM ἐκπίεσις)
πίεση για να εξαχθεί το υγρό από κάτι, το στίψιμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐκπιέσῃ — ἐκ πιέζω Ep.. aor subj mid 2nd sg ἐκ πιέζω Ep.. aor subj act 3rd sg ἐκ πιέζω Ep.. fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκπίεσμα — ἐκπίεσμα, το (AM) το υγρό, ο χυμός που λαμβάνεται με εκπίεση …   Dictionary of Greek

  • εκπιεσμός — ἐκπιεσμός, ο (Α) εκπίεση …   Dictionary of Greek

  • εκπιεστήριο — το (AM ἐκπιεστήριον) όργανο με το οποίο γίνεται η εκπίεση …   Dictionary of Greek

  • εκπιεστός — ή, ό (Α ἐκπιεστός, ή, όν) αυτός που προήλθε από εκπίεση …   Dictionary of Greek

  • εκπυρήνιση — η (AM ἐκπυρήνισις) η αφαίρεση τών πυρήνων από καρπούς νεοελλ. η εκρίζωση περιγεγραμμένου όγκου ή οργάνου αρχ. εκπίεση, εξακόντιση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”